προκαλούμενος

προκαλούμενος
προκαλέω
call forth
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
προκαλέω
call forth
fut part mid masc nom sg (attic epic doric)
προκαλέω
call forth
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράτυφος — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που προκαλείται από μερικές σαλμονέλες. Οι πιο σημαντικές παρατυφικές λοιμώξεις οφείλονται στη σαλμονέλα του π. Α και Β. Η κλινική εικόνα του π. Α μοιάζει με εκείνη του τυφοειδούς πυρετού μέτριας βαρύτητας· συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ανεμώδης — ἀνεμώδης, ες (AM) (για χρονικό διάστημα) εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούν άνεμοι αρχ. 1. εκτεθειμένος στους ανέμους, ανεμοδαρμένος 2. ο προκαλούμενος από τους ανέμους 3. εκείνος που προμηνύει άνεμο …   Dictionary of Greek

  • προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… …   Dictionary of Greek

  • σικύα — η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α 1. νεροκολοκυθιά 2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό τού παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα νεοελλ. 1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση 2.… …   Dictionary of Greek

  • υδατίδωμα — το, Ν ιατρ. 1. υδατιδοκήλη 2. όγκος προκαλούμενος από υδατίδες κύστεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατίδα + κατάλ. ωμα (πρβλ. υάλ ωμα)] …   Dictionary of Greek

  • φλοριζινικός — και παλ. γρφ. φλωριζινικός, ή, ό, Ν [φλοριζίνη] 1. (βιοχ. φαρμ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φλοριζίνη 2. φρ. «φλοριζινική σακχαρουρία» ιατρ. τεχνητά προκαλούμενος διαβήτης για πειραματικούς σκοπούς, με τη χρήση φλοριζίνης …   Dictionary of Greek

  • ՆԱԽԱԿՈՉԵԱԼ — ( ) NBH 2 0389 Chronological Sequence: Unknown date ՆԱԽԱԿՈՉԵԱԼ ՆԱԽԱԿՈՉԵՑԵԱԼ. προκαλούμενος praevocatus. Յառաջագոյն կոչեալ, հրաւիրեալ, ազդեալ. *Նախակոչեալք յերկրպագութիւն խաղաղութեան. երկիր պագաք մանկանս այս նախակոչեցեալքն. Ճ. ՟Գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՆԱԽԱԿՈՉԵՑԵԱԼ — ( ) NBH 2 0389 Chronological Sequence: Unknown date ՆԱԽԱԿՈՉԵԱԼ ՆԱԽԱԿՈՉԵՑԵԱԼ. προκαλούμενος praevocatus. Յառաջագոյն կոչեալ, հրաւիրեալ, ազդեալ. *Նախակոչեալք յերկրպագութիւն խաղաղութեան. երկիր պագաք մանկանս այս նախակոչեցեալքն. Ճ. ՟Գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”